- διεκχώριση
- η [διεκχωρίζω]1. ξεχώρισμα2. κοσκίνισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διεκχωριστήριο — το 1. μέσο ή όργανο με το οποίο γίνεται η διεκχώριση 2. κόσκινο με μικρές τρύπες για το ξεχώρισμα τών μικρών κόκκων τής πυρίτιδας … Dictionary of Greek